Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
ὑπομενετέος
View word page
ὑπομειόομαι
to be diminished a little
ShortDef
to be diminished a little
Debugging
Headword:
ὑπομειόομαι
Headword (normalized):
ὑπομειόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομειοομαι
IDX:
92095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92096
Key:
Data
{'content': 'to be diminished a little'}