Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέον
View word page
ὑπομειδιάω
to smile a little

ShortDef

to smile a little

Debugging

Headword:
ὑπομειδιάω
Headword (normalized):
ὑπομειδιάω
Headword (normalized/stripped):
υπομειδιαω
IDX:
92094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92095
Key:

Data

{'content': 'to smile a little'}