Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
View word page
ὑπομεθύω
to be somewhat drunk

ShortDef

to be somewhat drunk

Debugging

Headword:
ὑπομεθύω
Headword (normalized):
ὑπομεθύω
Headword (normalized/stripped):
υπομεθυω
IDX:
92091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92092
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat drunk'}