Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
View word page
ὑπόμαυρος
somewhat dark

ShortDef

somewhat dark

Debugging

Headword:
ὑπόμαυρος
Headword (normalized):
ὑπόμαυρος
Headword (normalized/stripped):
υπομαυρος
IDX:
92089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92090
Key:

Data

{'content': 'somewhat dark'}