Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίσπασις
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντισπαστέον
ἀντισπαστικός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστατικός
View word page
ἀντισταδιαῖος
a furlong long

ShortDef

a furlong long

Debugging

Headword:
ἀντισταδιαῖος
Headword (normalized):
ἀντισταδιαῖος
Headword (normalized/stripped):
αντισταδιαιος
IDX:
9208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9209
Key:

Data

{'content': 'a furlong long'}