Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
View word page
ὑπομάσχαλος
under the arm-pits

ShortDef

under the arm-pits

Debugging

Headword:
ὑπομάσχαλος
Headword (normalized):
ὑπομάσχαλος
Headword (normalized/stripped):
υπομασχαλος
IDX:
92088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92089
Key:

Data

{'content': 'under the arm-pits'}