Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
View word page
ὑπομάστιος
under the breast, sucking

ShortDef

under the breast, sucking

Debugging

Headword:
ὑπομάστιος
Headword (normalized):
ὑπομάστιος
Headword (normalized/stripped):
υπομαστιος
IDX:
92086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92087
Key:

Data

{'content': 'under the breast, sucking'}