Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
View word page
ὑπομάσσω
to smear

ShortDef

to smear

Debugging

Headword:
ὑπομάσσω
Headword (normalized):
ὑπομάσσω
Headword (normalized/stripped):
υπομασσω
IDX:
92085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92086
Key:

Data

{'content': 'to smear'}