Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
View word page
ὑπομάσθιος
under the breast, sucking

ShortDef

under the breast, sucking

Debugging

Headword:
ὑπομάσθιος
Headword (normalized):
ὑπομάσθιος
Headword (normalized/stripped):
υπομασθιος
IDX:
92084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92085
Key:

Data

{'content': 'under the breast, sucking'}