Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
View word page
ὑπομαρμαίρω
gleam under
ShortDef
gleam under
Debugging
Headword:
ὑπομαρμαίρω
Headword (normalized):
ὑπομαρμαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπομαρμαιρω
IDX:
92082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92083
Key:
Data
{'content': 'gleam under'}