Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
View word page
ὑπόμαργος
somewhat mad

ShortDef

somewhat mad

Debugging

Headword:
ὑπόμαργος
Headword (normalized):
ὑπόμαργος
Headword (normalized/stripped):
υπομαργος
IDX:
92081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92082
Key:

Data

{'content': 'somewhat mad'}