Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
View word page
ὑπομαραίνομαι
wither/waste gradually

ShortDef

wither/waste gradually

Debugging

Headword:
ὑπομαραίνομαι
Headword (normalized):
ὑπομαραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομαραινομαι
IDX:
92080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92081
Key:

Data

{'content': 'wither/waste gradually'}