Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
View word page
ὑπομαντεύομαι
divine partly

ShortDef

divine partly

Debugging

Headword:
ὑπομαντεύομαι
Headword (normalized):
ὑπομαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομαντευομαι
IDX:
92079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92080
Key:

Data

{'content': 'divine partly'}