Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
View word page
ὑπομανιώδης
somewhat mad

ShortDef

somewhat mad

Debugging

Headword:
ὑπομανιώδης
Headword (normalized):
ὑπομανιώδης
Headword (normalized/stripped):
υπομανιωδης
IDX:
92078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92079
Key:

Data

{'content': 'somewhat mad'}