Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
View word page
ὑπομαλακίζομαι
to grow cowardly by degrees
ShortDef
to grow cowardly by degrees
Debugging
Headword:
ὑπομαλακίζομαι
Headword (normalized):
ὑπομαλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομαλακιζομαι
IDX:
92075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92076
Key:
Data
{'content': 'to grow cowardly by degrees'}