Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
View word page
ὑπόμακρος
somewhat long, longish

ShortDef

somewhat long, longish

Debugging

Headword:
ὑπόμακρος
Headword (normalized):
ὑπόμακρος
Headword (normalized/stripped):
υπομακρος
IDX:
92074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92075
Key:

Data

{'content': 'somewhat long, longish'}