Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
View word page
ὑπολωφάω
abate
ShortDef
abate
Debugging
Headword:
ὑπολωφάω
Headword (normalized):
ὑπολωφάω
Headword (normalized/stripped):
υπολωφαω
IDX:
92069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92070
Key:
Data
{'content': 'abate'}