Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
View word page
ὑπολύω
to loosen beneath
ShortDef
to loosen beneath
Debugging
Headword:
ὑπολύω
Headword (normalized):
ὑπολύω
Headword (normalized/stripped):
υπολυω
IDX:
92068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92069
Key:
Data
{'content': 'to loosen beneath'}