Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολοπάω
ὑπολόχαγος
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
View word page
ὑπόλυσσον
wormwood

ShortDef

wormwood

Debugging

Headword:
ὑπόλυσσον
Headword (normalized):
ὑπόλυσσον
Headword (normalized/stripped):
υπολυσσον
IDX:
92066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92067
Key:

Data

{'content': 'wormwood'}