Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολοξόω
ὑπολοπάω
ὑπολόχαγος
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
View word page
ὑπολυσσάω
have a kind of madness

ShortDef

have a kind of madness

Debugging

Headword:
ὑπολυσσάω
Headword (normalized):
ὑπολυσσάω
Headword (normalized/stripped):
υπολυσσαω
IDX:
92065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92066
Key:

Data

{'content': 'have a kind of madness'}