Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολοιπάς
ὑπόλοιπος
ὑπόλοξος
ὑπολοξόω
ὑπολοπάω
ὑπολόχαγος
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
ὑπόμαζος
View word page
ὑπολυπέομαι
to be grieved at heart

ShortDef

to be grieved at heart

Debugging

Headword:
ὑπολυπέομαι
Headword (normalized):
ὑπολυπέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπολυπεομαι
IDX:
92062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92063
Key:

Data

{'content': 'to be grieved at heart'}