Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόλογος2
ὑπολοιπάς
ὑπόλοιπος
ὑπόλοξος
ὑπολοξόω
ὑπολοπάω
ὑπολόχαγος
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
ὑπολύω
ὑπολωφάω
ὑπομάζιος
ὑπόμαζοι
View word page
ὑπολύζω
hiccup, sob a little

ShortDef

hiccup, sob a little

Debugging

Headword:
ὑπολύζω
Headword (normalized):
ὑπολύζω
Headword (normalized/stripped):
υπολυζω
IDX:
92061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92062
Key:

Data

{'content': 'hiccup, sob a little'}