Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντισοφιστής
ἀντίσπασις
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντισπαστέον
ἀντισπαστικός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντιστάσιμος
ἀντιστάσιος
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέον
View word page
ἀντισπεύδω
oppose eagerly, contend against
ShortDef
oppose eagerly, contend against
Debugging
Headword:
ἀντισπεύδω
Headword (normalized):
ἀντισπεύδω
Headword (normalized/stripped):
αντισπευδω
IDX:
9205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9206
Key:
Data
{'content': 'oppose eagerly, contend against'}