Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολογισμός
ὑπολογιστέον
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπολοιπάς
ὑπόλοιπος
ὑπόλοξος
ὑπολοξόω
ὑπολοπάω
ὑπολόχαγος
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
ὑπολύχνιον
View word page
ὑπολόχαγος
an under-λοχαγός, 'lieutenant'

ShortDef

an under-λοχαγός, 'lieutenant'

Debugging

Headword:
ὑπολόχαγος
Headword (normalized):
ὑπολόχαγος
Headword (normalized/stripped):
υπολοχαγος
IDX:
92057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92058
Key:

Data

{'content': "an under-λοχαγός, 'lieutenant'"}