Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολογιμαῖος
ὑπολογισμός
ὑπολογιστέον
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπολοιπάς
ὑπόλοιπος
ὑπόλοξος
ὑπολοξόω
ὑπολοπάω
ὑπολόχαγος
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
ὑπολυπέομαι
ὑπολύριος
ὑπόλυσις
ὑπολυσσάω
ὑπόλυσσον
View word page
ὑπολοπάω
peel, lose the bark

ShortDef

peel, lose the bark

Debugging

Headword:
ὑπολοπάω
Headword (normalized):
ὑπολοπάω
Headword (normalized/stripped):
υπολοπαω
IDX:
92056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92057
Key:

Data

{'content': 'peel, lose the bark'}