Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογή
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιμαῖος
ὑπολογισμός
ὑπολογιστέον
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπολοιπάς
ὑπόλοιπος
ὑπόλοξος
ὑπολοξόω
ὑπολοπάω
ὑπολόχαγος
ὑπολοχάω
ὑπολυγίζομαι
ὑπολύδιος
ὑπολύζω
View word page
ὑπόλογος2
a taking into account, a reckoning, account
ShortDef
held accountable
a taking into account, a reckoning, account
Debugging
Headword:
ὑπόλογος2
Headword (normalized):
ὑπόλογος
Headword (normalized/stripped):
υπολογος2
IDX:
92051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92052
Key:
Data
{'content': 'a taking into account, a reckoning, account'}