Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
ὑπολιπαίνω
ὑπολίπαρος
ὑπολιπής
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογή
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιμαῖος
ὑπολογισμός
ὑπολογιστέον
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπολοιπάς
ὑπόλοιπος
ὑπόλοξος
ὑπολοξόω
View word page
ὑπολογίζομαι
to take into account, take account of
ShortDef
to take into account, take account of
Debugging
Headword:
ὑπολογίζομαι
Headword (normalized):
ὑπολογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπολογιζομαι
IDX:
92045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92046
Key:
Data
{'content': 'to take into account, take account of'}