Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
ὑπολιπαίνω
ὑπολίπαρος
ὑπολιπής
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογή
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιμαῖος
ὑπολογισμός
ὑπολογιστέον
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπολοιπάς
View word page
ὑπόλιχνος
somewhat lickerish

ShortDef

somewhat lickerish

Debugging

Headword:
ὑπόλιχνος
Headword (normalized):
ὑπόλιχνος
Headword (normalized/stripped):
υπολιχνος
IDX:
92042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92043
Key:

Data

{'content': 'somewhat lickerish'}