Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
ὑπολιπαίνω
ὑπολίπαρος
ὑπολιπής
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογή
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιμαῖος
ὑπολογισμός
ὑπολογιστέον
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
View word page
ὑπολισθάνω
to slip
ShortDef
to slip
Debugging
Headword:
ὑπολισθάνω
Headword (normalized):
ὑπολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
υπολισθανω
IDX:
92040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92041
Key:
Data
{'content': 'to slip'}