Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
ὑπολιπαίνω
ὑπολίπαρος
ὑπολιπής
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογή
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιμαῖος
ὑπολογισμός
ὑπολογιστέον
View word page
ὑπολίπαρος
rather fat
ShortDef
rather fat
Debugging
Headword:
ὑπολίπαρος
Headword (normalized):
ὑπολίπαρος
Headword (normalized/stripped):
υπολιπαρος
IDX:
92038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92039
Key:
Data
{'content': 'rather fat'}