Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
ὑπολιπαίνω
ὑπολίπαρος
ὑπολιπής
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογή
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιμαῖος
ὑπολογισμός
View word page
ὑπολιπαίνω
anoint a little
ShortDef
anoint a little
Debugging
Headword:
ὑπολιπαίνω
Headword (normalized):
ὑπολιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπολιπαινω
IDX:
92037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92038
Key:
Data
{'content': 'anoint a little'}