Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
ὑπολιπαίνω
View word page
ὑποληρέω
to be slightly imbecile

ShortDef

to be slightly imbecile

Debugging

Headword:
ὑποληρέω
Headword (normalized):
ὑποληρέω
Headword (normalized/stripped):
υποληρεω
IDX:
92027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92028
Key:

Data

{'content': 'to be slightly imbecile'}