Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
View word page
ὑποληπτός
determinate
ShortDef
determinate
Debugging
Headword:
ὑποληπτός
Headword (normalized):
ὑποληπτός
Headword (normalized/stripped):
υποληπτος
IDX:
92026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92027
Key:
Data
{'content': 'determinate'}