Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
View word page
ὑποληπτέος
one must suppose, understand, think of
ShortDef
one must suppose, understand, think of
Debugging
Headword:
ὑποληπτέος
Headword (normalized):
ὑποληπτέος
Headword (normalized/stripped):
υποληπτεος
IDX:
92024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92025
Key:
Data
{'content': 'one must suppose, understand, think of'}