Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
View word page
ὑποληπτέον
one must suppose, understand, regard

ShortDef

one must suppose, understand, regard

Debugging

Headword:
ὑποληπτέον
Headword (normalized):
ὑποληπτέον
Headword (normalized/stripped):
υποληπτεον
IDX:
92023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92024
Key:

Data

{'content': 'one must suppose, understand, regard'}