Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
View word page
ὑποληνίς
vat (under press)

ShortDef

vat (under press)

Debugging

Headword:
ὑποληνίς
Headword (normalized):
ὑποληνίς
Headword (normalized/stripped):
υποληνις
IDX:
92021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92022
Key:

Data

{'content': 'vat (under press)'}