Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
View word page
ὑπόλημψις
taking-up: reply, impression, assumption

ShortDef

taking-up: reply, impression, assumption

Debugging

Headword:
ὑπόλημψις
Headword (normalized):
ὑπόλημψις
Headword (normalized/stripped):
υπολημψις
IDX:
92019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92020
Key:

Data

{'content': 'taking-up: reply, impression, assumption'}