Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
View word page
ὑπολήγω
desist gradually
ShortDef
desist gradually
Debugging
Headword:
ὑπολήγω
Headword (normalized):
ὑπολήγω
Headword (normalized/stripped):
υποληγω
IDX:
92017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92018
Key:
Data
{'content': 'desist gradually'}