Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
View word page
ὑπολευκόχρως
of whitish skin

ShortDef

of whitish skin

Debugging

Headword:
ὑπολευκόχρως
Headword (normalized):
ὑπολευκόχρως
Headword (normalized/stripped):
υπολευκοχρως
IDX:
92016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92017
Key:

Data

{'content': 'of whitish skin'}