Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
ὑποληπτικός
View word page
ὑπόλευκος
whitish

ShortDef

whitish

Debugging

Headword:
ὑπόλευκος
Headword (normalized):
ὑπόλευκος
Headword (normalized/stripped):
υπολευκος
IDX:
92015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92016
Key:

Data

{'content': 'whitish'}