Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτέος
View word page
ὑπολευκίζω
become white

ShortDef

become white

Debugging

Headword:
ὑπολευκίζω
Headword (normalized):
ὑπολευκίζω
Headword (normalized/stripped):
υπολευκιζω
IDX:
92014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92015
Key:

Data

{'content': 'become white'}