Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
View word page
ὑπολευκανθίζω
become whitish on the surface
ShortDef
become whitish on the surface
Debugging
Headword:
ὑπολευκανθίζω
Headword (normalized):
ὑπολευκανθίζω
Headword (normalized/stripped):
υπολευκανθιζω
IDX:
92013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92014
Key:
Data
{'content': 'become whitish on the surface'}