Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
View word page
ὑπολευκαίνομαι
to become white underneath
ShortDef
to become white underneath
Debugging
Headword:
ὑπολευκαίνομαι
Headword (normalized):
ὑπολευκαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπολευκαινομαι
IDX:
92012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92013
Key:
Data
{'content': 'to become white underneath'}