Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
View word page
ὑπολεπτύνω
make rather fine

ShortDef

make rather fine

Debugging

Headword:
ὑπολεπτύνω
Headword (normalized):
ὑπολεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
υπολεπτυνω
IDX:
92011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92012
Key:

Data

{'content': 'make rather fine'}