Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντίσκηνος
ἀντίσκιος
ἀντισκοτέω
ἀντισκότησις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντισοφιστής
ἀντίσπασις
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντισπαστέον
ἀντισπαστικός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
View word page
ἀντισπασμός
convulsion

ShortDef

convulsion

Debugging

Headword:
ἀντισπασμός
Headword (normalized):
ἀντισπασμός
Headword (normalized/stripped):
αντισπασμος
IDX:
9200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9201
Key:

Data

{'content': 'convulsion'}