Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑπόλημμα
View word page
ὑπόλεπρος
somewhat rough, scaly

ShortDef

somewhat rough, scaly

Debugging

Headword:
ὑπόλεπρος
Headword (normalized):
ὑπόλεπρος
Headword (normalized/stripped):
υπολεπρος
IDX:
92008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92009
Key:

Data

{'content': 'somewhat rough, scaly'}