Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
View word page
ὑπόλειψις
failure, deficiency

ShortDef

failure, deficiency

Debugging

Headword:
ὑπόλειψις
Headword (normalized):
ὑπόλειψις
Headword (normalized/stripped):
υπολειψις
IDX:
92007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92008
Key:

Data

{'content': 'failure, deficiency'}