Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
View word page
ὑπολείπω
to leave remaining

ShortDef

to leave remaining

Debugging

Headword:
ὑπολείπω
Headword (normalized):
ὑπολείπω
Headword (normalized/stripped):
υπολειπω
IDX:
92005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92006
Key:

Data

{'content': 'to leave remaining'}