Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
View word page
ὑπολέθριος
almost fatal, dangerous

ShortDef

almost fatal, dangerous

Debugging

Headword:
ὑπολέθριος
Headword (normalized):
ὑπολέθριος
Headword (normalized/stripped):
υπολεθριος
IDX:
92000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92001
Key:

Data

{'content': 'almost fatal, dangerous'}