Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισκευάζομαι
ἀντίσκηνος
ἀντίσκιος
ἀντισκοτέω
ἀντισκότησις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντισοφίζομαι
ἀντισοφιστής
ἀντίσπασις
ἀντίσπασμα
ἀντισπασμός
ἀντισπαστέον
ἀντισπαστικός
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντισπεύδω
ἀντισπόδιον
ἀντισπουδία
ἀντισταδιαῖος
ἀντίσταθμος
View word page
ἀντίσπασμα
distraction, diversion

ShortDef

distraction, diversion

Debugging

Headword:
ἀντίσπασμα
Headword (normalized):
ἀντίσπασμα
Headword (normalized/stripped):
αντισπασμα
IDX:
9199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9200
Key:

Data

{'content': 'distraction, diversion'}